ὀρχηστάς

ὀρχηστάς
ὀρχηστά̱ς , ὀρχηστής
dancer
masc acc pl
ὀρχηστά̱ς , ὀρχηστής
dancer
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”